αποτράβηγμα

αποτράβηγμα
το , αποτράβηγμός ο
1) оттаскивание, перемещение в сторону (чего-л.); 2) вычерпывание, извлечение (остатка жидкости); 3) удаление, отход (от дел и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποτράβηγμα" в других словарях:

  • αποτράβηγμα — το, ατος απομάκρυνση, απόσυρση: Έβλεπε κι ο ίδιος πως το αποτράβηγμά του από την παρέα αυτή κάθε μέρα γινόταν δυσκολότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτράβηγμα — το 1. το να αποτραβιέται κανείς από κάτι, η απομάκρυνση 2. η έκταση, το τέντωμα …   Dictionary of Greek

  • αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα …   Dictionary of Greek

  • απόσυρση — η το αποτράβηγμα, η ανάκληση: Η απόσυρση μιας μήνυσης χρειάζεται κάποια διαδικασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»